Ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

© Jessica-Watts

 

© Harold Ancart

 

 

«ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ»

 

H άλλη όψη της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας

 

© Audrey Kawasaki

 

 

© John Atkinson

 

© Julie Houts

 

© Greg Guillemin

 

© Greg Guillemin

 

© Steve Cutts

 

© Alex Gross

 

«Μεταμοντέρνος» κονφορμισμός – νοοτροπία της αγέλης – ψυχαναγκαστική συμμόρφωση με την κυρίαρχη «ομαδική σκέψη» μιας ιδεολογίας – πολιτική της ταυτότητας – οι αόρατες παγίδες της ψηφιακής ζωής – ανεξέλεγκτος ναρκισσισμός & κουλτούρα της εικόνας – πολιτική ορθότητα # ελευθερία του λόγου – η «κοσμοθεωρία του θύματος» – νέες δημοσιογραφικές παθολογίες – δικαιωματισμός – διάχυτη κοινωνικοπολιτική υστερία και εξαγρίωση – ρητορική του μίσους – η τυραννία της «ταμπέλας» – διαστρεβλωμένος συναινετισμός – το απατηλό νόμισμα της φήμης – η ζωή ως reality show – ηθική ανωτερότητα – ποικιλομορφία & ενσωμάτωση – γενεαλογικές διαφορές – ενάρετα ρομπότ – απώλεια ορθολογισμού και κριτικής σκέψης – πνευματικός οπισθοδρομισμός…

Τελικά, πόσο ριψοκίνδυνη μπορεί να είναι η ανεπιτήδευτη «αυθεντικότητα» στη σημερινή εποχή; Μήπως η αδιάκοπη και πολλές φορές κατευθυνόμενη βαβούρα των κοινωνικών δικτύων μας απομακρύνει από την πραγματική ουσία ενός ζητήματος; Πως επιτυγχάνεται η ισορροπία;

 

© Malika Favre

 

© Roy Lichtenstein

 

Ο Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος Μπρετ Ίστον Έλις («Λιγότερο από το μηδέν», «American Psycho» κ.α.) συνθέτει, ως αμετανόητος provocateur και με αποστασιοποιημένη οξυδέρκεια, το μωσαϊκό των κυρίαρχων κοινωνικών-πολιτιστικών τάσεων και στάσεων και αναδεικνύει τις νοητικές αγκυλώσεις και τα αδιέξοδα της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας στο νέο του βιβλίο «Λευκός – Η τυραννία της ταυτότητας στη σύγχρονη εποχή» (Εκδόσεις Οξύ) – το πρώτο μη λογοτεχνικό του έργο, με πλούσιες αυτοβιογραφικές αναφορές.
Ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με την οπτική και τα συμπεράσματα του, εκείνος θίγει κάποια σημαντικά θέματα που ενισχύουν τον δημόσιο διάλογο και προβληματισμό. Ακολουθούν μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα.

© Gemma Correll


“Η διαφορά μεταξύ του τότε (1990) και του σήμερα είναι πως τότε υπήρχαν ηχηρές διαμαρτυρίες και ηχηρά επιχειρήματα και στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής: ο κόσμος είχε αντικρουόμενες απόψεις, αλλά τις συζητούσε ορθολογιστικά, με γνώμονα το πάθος και τη λογική. Η ιδέα της εταιρικής λογοκρισίας δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.

…Ακόμα δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα σαν το έγκλημα σκέψης – σήμερα πλέον είναι καθημερινή κατηγορία. Οι άνθρωποι άκουγαν ο ένας τον άλλον. Την αναπολώ εκείνη την εποχή, όταν μπορούσες να είσαι ανυποχώρητα ισχυρογνώμων και να αμφισβητείς ανοιχτά, χωρίς να θεωρείσαι τρολ ή μισάνθρωπος που έπρεπε να εξοριστεί από τον «πολιτισμένο» κόσμο αν έβγαζες διαφορετικά συμπεράσματα.

…Δεν υπήρχαν απαντήσεις, όπως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες λογικές εξηγήσεις ούτε για το τυχαίο στην καθημερινή ζωή: το κακό συμβαίνει, αντιμετώπισε το, σταμάτα την κλάψα, αποδέξου το, μη φέρεσαι παιδιάστικα.”

 



“Η εποχή μας κρίνει τους πάντες τόσο ανελέητα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής της ταυτότητας, που αν αντισταθείς στην απειλητική ομαδική σκέψη της προοδευτικής ιδεολογίας, που προτείνει την ενσωμάτωση όλων εκτός απ’ αυτούς που τολμούν να κάνουν ερωτήσεις, τότε την έχεις πατήσει για τα καλά. Όλοι πρέπει να είναι ίδιοι, να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο μπροστά σε ένα έργο τέχνης, σ’ ένα κίνημα ή σε μια ιδέα, κι αν κάποιος αρνηθεί να μπει στον χορό της επιδοκιμασίας του κρεμάνε την ταμπέλα του ρατσιστή ή του μισογύνη.”

 



“Πριν από πολύ καιρό, τη μακρινή εποχή της αυτοκρατορίας, οι ηθοποιοί μπορούσαν να προστατεύσουν τους προσεκτικά σχεδιασμένους και αινιγματικούς εαυτούς τους ευκολότερα απ’ ότι σήμερα, στην ψηφιακή εποχή των κοινωνικών δικτύων, που τα τηλέφωνα μας απαθανατίζουν με ειλικρίνεια στιγμές που άλλοτε ήταν προσωπικές και δημοσιεύουν αυθόρμητες σκέψεις μας σε μια δυο γραμμές στο Twitter. Κάποιοι ηθοποιοί κρύβονται περισσότερο, εκφράζουν λιγότερο δημόσια τις απόψεις τους, τι τους αρέσει και τι όχι, γιατί ποιος ξέρει από που θα έρθει η επόμενη δουλειά; Άλλοι έχουν γίνει πιο εκφραστικοί και διατυπώνουν δυναμικά την ευσυνειδησία τους.

Αλλά το να επισημαίνει κάποιος την κοινωνική δικαιοσύνη και την ηθική δεν σημαίνει απαραίτητα πως είναι και τίμιος. Μπορεί να προσποιείται. Ποιους μπορεί να προσβάλλουν οι ηθοποιοί αν συμπεριφέρονται σαν συνηθισμένοι άνθρωποι γεμάτοι θυμό και αντιφάσεις;
…Τι σημαίνει να είσαι αληθινός σαν ηθοποιός; Τι σημαίνει καθαρότητα όταν στην ουσία είσαι ένα δοχείο που περιμένει να το γεμίσουν ξανά και ξανά και ξανά; Μέρος της άμεσης γοητείας των ηθοποιών προέρχεται από την αισιόδοξη στάση που πουλάνε συνεχώς, αυτή που κρύβει τον αληθινό τους εαυτό. Αν γνωρίσετε προσωπικά έναν ηθοποιό ίσως αποκτήσετε πρόσβαση στον αληθινό του εαυτό, ίσως πάλι όχι, σπάνια όμως θα τον δείτε δημόσια, γιατί εκεί ο ηθοποιός παίζει πάντα έναν ρόλο.”

 



“Τώρα, ωστόσο, οι περισσότεροι από μας ζουν προσποιητές ζωές στα κοινωνικά δίκτυα, περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από μια δεκαετία, και χάρη σ’ αυτή την αυξανόμενη λατρεία του αρεστού κατά μία έννοια έχουμε γίνει όλοι ηθοποιοί.

Χρειάστηκε να αναθεωρήσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα εκφράζουμε τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις ιδέες και τις απόψεις μας μέσα στο κενό που δημιούργησε η εταιρική κουλτούρα που προσπαθεί συνεχώς να μας φιμώσει, εξαλείφοντας οτιδήποτε ανθρώπινο, αντιφατικό και αληθινό μέσω του καθορισμένου βιβλίου με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς. Απ’ ό,τι φαίνεται, κινδυνεύουμε από ένα είδος ολοκληρωτισμού που στην ουσία απεχθάνεται τον ελεύθερο λόγο και τιμωρεί τους ανθρώπους που αποκαλύπτουν τον αληθινό τους εαυτό. Με άλλα λόγια, το όνειρο κάθε ηθοποιού.”

 



“Στη νέα, ψηφιακή, μετα-αυτοκρατορική εποχή, είμαστε συνηθισμένοι να βαθμολογούμε εκπομπές, εστιατόρια, βιντεοπαιχνίδια, βιβλία, μέχρι και γιατρούς, και τις περισσότερες φορές δίνουμε θετικές κριτικές γιατί δεν θέλουμε να φανούμε μισάνθρωποι. Ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι μισάνθρωπος, του κρεμάνε αμέσως την ταμπέλα αν απομακρυνθεί από το κοπάδι.”

 



“Όλοι γράφουν συνεχώς θετικά σχόλια, με την ελπίδα να λάβουν τα ίδια ως αντάλλαγμα. Αντί να αποδεχτούμε την πραγματικά αντιφατική ανθρώπινη φύση, με όλες τις προτιμήσεις, τις ατέλειες και τα ελαττώματα της, συνεχίζουμε να μετατρέπουμε τους εαυτούς μας σε ενάρετα ρομπότ – ή τουλάχιστον, σε ενάρετα ρομπότ όπως πιστεύουμε πως πρέπει να είναι. Αυτό με τη σειρά του έχει οδηγήσει στη φρικτή ιδέα – και στην αναπτυσσόμενη επιχείρηση – της διαχείρισης της φήμης, όπου εταιρείες προσλαμβάνονται για να σε βοηθήσουν να φτιάξεις έναν πιο αρεστό και οικείο εαυτό. Αυτή η νέα πρακτική, που δεν γνωρίζει περιορισμούς, είναι μια μορφή εξαπάτησης, μια προσπάθεια παράδοξης εξάλειψης κάθε αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας και αξιολόγησης μέσω της συλλογικής διαίσθησης, αντί βεβαίως ενός πολύ υψηλού τιμήματος.

Ο μοναδικός σκοπός της εταιρείας διαχείρισης της φήμης είναι να βγάλει λεφτά, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού. Μας παροτρύνει να υιοθετήσουμε τον ανιαρό συναινετισμό της εταιρικής κουλτούρας και μας αναγκάζει να αντιδράσουμε αμυντικά, λουστράροντας τον ατελή εαυτό μας ώστε να μπορούμε να πουλήσουμε και να πουληθούμε – γιατί ποιος θέλει να μοιραστεί ένα αυτοκίνητο, να νοικιάσει ένα σπίτι ή να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα υγείας με κάποιον που δεν έχει καλή φήμη στο ίντερνετ;

Η νέα οικονομία βασίζεται στο να διατηρούμε όλοι μας μια ευλαβικά συντηρητική και ιδιαίτερα χρήσιμη στάση: να κρατάμε το στόμα μας κλειστό, να είμαστε σεμνοί και μετριόφρονες και να μην έχουμε καμία γαμημένη άποψη πέρα από εκείνη της επικρατούσας ομάδας. Η οικονομία της φήμης είναι ακόμη ένα παράδειγμα της ουδετεροποίησης της κουλτούρας μας, αν και η εφαρμογή της ομαδικής σκέψης στα κοινωνικά δίκτυα αυξάνει το άγχος και την παράνοια, γιατί όσοι εγκρίνουν με προθυμία την οικονομία της φήμης είναι φυσικά και οι πιο φοβισμένοι. Τι θα συμβεί όταν χάσουν το πιο πολύτιμο – αν όχι μοναδικό – πλέον προσόν τους; Αυτό είναι ακόμα ένα ανησυχητικό σημάδι, που δείχνει πόσο οικονομικά απελπισμένοι είναι οι άνθρωποι όταν το μόνο μέσο που έχουν για να ανέλθουν στην οικονομική κλίμακα είναι η λαμπερή και θετική φήμη τους, στην ουσία ρηχή και ψεύτικα αψεγάδιαστη, που αυξάνει τη διαρκή ανησυχία τους και την αδιάκοπη ανάγκη τους να αρέσουν, να αρέσουν, να αρέσουν. Μέσα στον μιασματικό και ψεύτικο ναρκισσισμό και στην κουλτούρα της εικόνας, δείχνουμε βέβαια να ξεχνάμε ότι γινόμαστε πιο δυνατοί όχι όταν μας αρέσει κάτι, αλλά όταν είμαστε αληθινοί με τον δύσκολο και αντιφατικό εαυτό μας, που μερικές φορές μπορεί πράγματι να μας οδηγεί στη μισανθρωπία.”

 



“Και φτάνουμε στο αδιέξοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: Αφού έφτιαξες το δικό σου συννεφάκι που αντανακλά μόνο όσα σου είναι οικεία και μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους, αφού μπλόκαρες και δεν ακολούθησες ανθρώπους με απόψεις και κοσμοθεωρία που κρίνεις και απορρίπτεις, αφού έφτιαξες τη δική σου μικρή ουτοπία με βάση τις αγαπημένες σου αξίες, τότε αρχίζει να περιβάλλει αυτή την όμορφη εικόνα ένας παράλογος ναρκισσισμός. Το να μην μπορείς ή να μην θέλεις να μπεις στη θέση του άλλου – να δεις τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο από τον δικό σου – είναι το πρώτο βήμα προς το αντίθετο της ενσυναίσθησης και αυτός είναι ο λόγος που τόσα πολλά προοδευτικά κινήματα γίνονται άκαμπτα και αυταρχικά όσο και οι θεσμοί στους οποίους αντιστέκονται.”

 



“Το Facebook παροτρύνει τους χρήστες του να «τους αρέσουν» τα πράγματα και επειδή σ’αυτή την πλατφόρμα στιγμάτισαν για πρώτη φορά τους εαυτούς τους στα κοινωνικά δίκτυα, από παρόρμηση ακολούθησαν το ρητό του Facebook και παρουσίασαν μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού τους – ή έναν καλύτερο, πιο φιλικό και πιο βαρετό εαυτό. Και τότε γεννήθηκαν οι όμοιες ιδέες του αρεστού και της οικειότητας, που άρχισαν και οι δύο να μας υποβιβάζουν όλους σε ευνουχισμένα κουρδιστά πορτοκάλια, υποδουλωμένα σε ακόμα μία εταιρική εκδοχή του κατεστημένου.”

 



“Μήπως υπάρχουν πλέον αναθεωρημένοι κανόνες για την κωμωδία και την ελευθερία της έκφρασης; Μήπως πρέπει πλέον να αστυνομεύονται όλες οι ιδέες, όλες οι γνώμες, όλα τα περιεχόμενα και όλες οι γλώσσες; Μερικές φορές, ακόμα και η πιο αστεία, η πιο επικίνδυνη κωμωδία δεν σε καθησυχάζει πως όλα θα πάνε καλά. Ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση είναι ότι καθιστά ένα ανέκδοτο αστείο. Μπορεί κάποιες φορές η ταυτότητα κάποιου να είναι και η ουσία του ανεκδότου. Να γελάμε με τα πάντα, αλλιώς στο τέλος θα φτάσουμε να μην γελάμε με τίποτα.”

 



“Ο δηλωμένος γκέι, που δεν θέλει να εκπροσωπήσει το κατεστημένο και δεν νιώθει πως ανήκει σε μια ομογενοποιημένη γκέι κουλτούρα ή την απορρίπτει και αρνείται να είναι ένα αρεστό πρότυπο – με άλλα λόγια, ο επαναστάτης υπό εξαφάνιση – φαίνεται πως δεν υπάρχει πλέον στην κοινωνία.

…Με λίγα λόγια, οι γκέι που απορρίπτουν τη λατρεία του αρεστού παραμένοντας αληθινοί και με ελαττώματα δεν είναι αυτό που θέλουν οι θεματοφύλακες της γκέι κουλτούρας. Και μάλλον δεν είναι αυτό που θέλουν ούτε οι θεματοφύλακες οποιασδήποτε κουλτούρας.
…Όταν μια κοινότητα πρώτα περηφανεύεται για τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα της και μετά αποκλείει ορισμένους λόγω του τρόπου που εκφράζονται – όχι γιατί μιλούν με μίσος, αλλά γιατί απλά δεν της αρέσουν οι απόψεις τους – μιλάμε για έναν εταιρικό φασισμό που θα έπρεπε να μας προβληματίσει σοβαρά, όχι μόνο τη γκέι κοινότητα αλλά όλους. Το πρόβλημα που είχαν πολλοί υποστηρικτές μου ήταν απλό: αν είσαι γκέι και δεν έχεις την εικόνα του μαγικού ξωτικού, αυτομάτως διατρέχεις τον κίνδυνο να σε εξοστρακίσουν από την ελίτ της γκέι κοινότητας.

…Ποιος είναι ο σκοπός όμως; Η αποδοχή; Η συνθηκολόγηση; Πως όλοι πρέπει να είμαστε ίδιοι; Πως όλοι πρέπει να είμαστε ηθοποιοί;”

 



“Αν δεν έχεις καμιά εμφανή οικονομική λύση για να βελτιώσεις την κατάσταση σου, τότε το νόμισμα της δημοτικότητας γίνεται ο κανόνας και ο λόγος ακριβώς που θα θέλεις να έχεις χιλιάδες ανθρώπους που να τους αρέσεις στο Twitter, στο Facebook, στο Instagram, στο Tumblr και οπουδήποτε – ο ίδιος λόγος για τον οποίο θα προσπαθείς απεγνωσμένα να αρέσεις, όπως ένας ηθοποιός. Η μόνη σου ελπίδα για να ανέλθεις στην κοινωνία είναι μέσω της εικόνας σου, του προφίλ σου, της κατάστασης σου στα κοινωνικά δίκτυα.

…Η εξύμνηση της διασημότητας σε μια εποχή που ποτέ άλλοτε δεν είχε φανεί πιο φευγαλέα ή εφήμερη σήμαινε πως πολύ περισσότεροι άνθρωποι γίνονταν διάσημοι χωρίς να κάνουν κάτι πολύ ενδιαφέρον.”

 



“Αλλά το να παριστάνεις το θύμα είναι σαν ναρκωτικό: είναι τόσο ευχάριστο, λαμβάνεις τόση προσοχή από τους ανθρώπους , όντως σε ορίζει, σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, μέχρι και σημαντικός καθώς επιδεικνύεις τις υποτιθέμενες πληγές σου για να μπορούν οι άλλοι να τις γλείψουν. Δεν έχουν πολύ ωραία γεύση;
Αυτή η επιδημία της αυτοθυματοποίησης – το γεγονός πως ουσιαστικά καθορίζεσαι από κάτι κακό, από μια τραυματική εμπειρία που είχες στο παρελθόν και την έχεις αφήσει να σε καθορίσει – είναι κανονική ασθένεια.

…Το γεγονός ότι κάποιος δεν μπορεί να ακούσει ένα ανέκδοτο ή να δει μια εικόνα (ή έναν πίνακα ή ακόμα κι ένα μήνυμα στο Twitter) και χαρακτηρίζει τα πάντα σεξιστικά και ρατσιστικά (είτε είναι αποδεκτά είτε όχι) και συνεπώς βλαβερά και ανυπόφορα – άρα κανείς άλλος δεν θα έπρεπε να μπορεί να τα ακούει ή να τα βλέπει ή να τα ανέχεται – είναι ένα είδος εμμονής, μια ψύχωση που καλλιεργείται σιγά σιγά από την κουλτούρα μας. Αυτή η ψευδαίσθηση κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως η ζωή θα έπρεπε να είναι μια απρόσκοπτη ουτοπία σχεδιασμένη και χτισμένη ειδικά για τις ευαισθησίες και τις απαιτήσεις τους. Στην ουσία τους κάνει να μένουν για πάντα παιδιά και να ζουν σ’ ένα παραμύθι καλών προθέσεων.
…Φαίνεται όμως πως οι άνθρωποι δεν θέλουν πλέον να μάθουν από τα τραύματα του παρελθόντος, να τα αντιμετωπίσουν και να εξετάσουν τις συνθήκες, να προσπαθήσουν να τα καταλάβουν, να τα αναλύσουν, να τα ξεχάσουν και να προχωρήσουν.”

 



“…Απ’ ότι φαίνεται στο μυαλό όλων έχει σφηνωθεί η ιδέα πως τώρα είμαστε πλέον όλοι συγγραφείς και δραματουργοί, ο καθένας μας έχει μια ιδιαίτερη φωνή και κάτι πολύ σημαντικό να πει, συνήθως για ένα συναίσθημα που νιώθουμε, και όλο αυτό εκφράζεται με το μαύρο στόμα των κοινωνικών μέσων, δισεκατομμύρια φορές την ημέρα. Συνήθως αυτό το συναίσθημα είναι η οργή, γιατί η οργή τραβά την προσοχή, η οργή κερδίζει κλικ, η οργή μπορεί να κάνει τη φωνή σου ν ’ακουστεί πάνω από τον εκκωφαντικό σαματά των φωνών που τσιρίζουν η μία δυνατότερα απ’ την άλλη σ ’αυτή την καινούργια εφιαλτική κουλτούρα – συχνά μάλιστα η οργή συνδέεται με μια παρανοϊκά απαιτητική ανθρώπινη τελειότητα, με άψογους πολίτες, με αγνούς και συμπαθητικούς συντρόφους, και απαιτεί χιλιάδες συγγνώμες καθημερινά. Σήμερα, το θέμα είναι η υπεράσπιση και η ταυτόχρονη δημιουργία του προσωπικού δράματος και του ονόματος του καθενός. Αν κάποιος δεν ακολουθεί τους νέους εταιρικούς κανόνες αποβάλλεται, εξορίζεται και διαγράφεται από την ιστορία.”

 



“Ένα πρόβλημα που διέπει όλο και περισσότερο την κουλτούρα μας είναι η ανικανότητα των ανθρώπων να έχουν στο μυαλό τους δύο αντίθετες σκέψεις ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε «κριτική» στο έργο κάποιου να επικρίνεται συστηματικά σαν τάση ελιτισμού, σαν αίσθημα ζήλειας ή ανωτερότητας.”

 



“Κάθε φορά που διάβαζα παρόμοια άρθρα νεαρών δημοσιογράφων – κάποιοι απ’ αυτούς θα πρέπει να το ξέρουν – αναρωτιόμουν από πότε οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί έγιναν συντηρητικές κυρίες της καλής κοινωνίας που έκαναν αγαθοεργίες και πέθαιναν από τρόμο κάθε φορά που η άποψη κάποιου δεν καθρέφτιζε τη δική τους. Ο ψευτοηθικός τόνος που είχαν υιοθετήσει οι μαχητές της κοινωνικής δικαιοσύνης και η ολοένα και πιο λαλημένη Αριστερά πάντα υπερέβαιναν κατά πολύ όσα τους αγανακτούσαν και δεν μου έκανε εντύπωση που αυτή η απαίσια και αγχωτική τάση είχε αρχίσει να δημιουργεί μια αυταρχική αστυνομία της γλώσσας.”

 



“…Η οποιουδήποτε είδους πολιτική της ταυτότητας είναι το χειρότερο ίσως χαρακτηριστικό της σύγχρονης κουλτούρας και σίγουρα αυτό που ενθαρρύνει την επέκταση αυτονομιστικών οργανώσεων της εναλλακτικής δεξιάς με λευκά μέλη. Παγκοσμίως, η πολιτική της ταυτότητας προωθεί την ιδέα πως οι άνθρωποι ανήκουμε σε φυλές και οι διαφορές μας είναι αγεφύρωτες, πράγμα που καθιστά φυσικά αδύνατη την ποικιλομορφία και την ενσωμάτωση. Αυτό είναι το τοξικό αδιέξοδο της πολιτικής της ταυτότητας. Είναι μια παγίδα.

Η αποφυγή των άλλων που δεν σκέφτονται σαν εσένα είχε υπερβεί το επίπεδο της διαμαρτυρίας και της αντίστασης, είχε μετατραπεί σ ’έναν παιδιάστικο φασισμό και γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να γίνουν αποδεκτές αυτές οι ελιτιστικές τακτικές. Οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις κρίνονταν ως ανήθικες, ρατσιστικές και μισογυνικές.

…Γιατί ακόμα κι αν δεν σου αρέσουν οι πολιτικές απόψεις ή οι κοσμοθεωρίες κάποιου, μπορείς να μάθεις κάτι χρήσιμο απ’ αυτόν και να προχωρήσεις παρακάτω. Αν όμως βλέπεις τα πάντα μόνο με τα μάτια του κόμματος ή της ομάδας που ανήκεις, αν δεν μπορείς να είσαι στον ίδιο χώρο παρά μόνο με όσους σκέφτονται και ψηφίζουν το ίδιο μ ’εσένα, αυτό δεν σε κάνει να φαίνεσαι κάπως αδιάφορος και υπεραπλουστευτικός, παθητικά επιθετικός, δεσμευμένος υποθετικά στην υπηρεσία υψηλών ιδανικών, χωρίς ποτέ να αναρωτιέσαι αν έχεις πιάσει πάτο στα μάτια των άλλων;”

 



“Το 2018 ήταν αγχωτική χρονιά για πολύ κόσμο. …Τι ήταν αλήθεια και τι όχι; Όλοι είχαν την προσωπική τους γνώμη, την ένθερμη άποψη τους για την πραγματικότητα, αλλά ελάχιστοι φαίνονταν να κατέχουν το χάρισμα της ουδετερότητας, να μπορούν να δουν τον κόσμο ήρεμα και αντικειμενικά, από απόσταση, ανεπηρέαστοι από προκαταλήψεις. Η μεροληψία βρισκόταν παντού.

….Αυτό το άγχος δεν περιοριζόταν μόνο στην πολιτική και στα μέσα ενημέρωσης. Από τις εκλογές και μετά, είχε αποδειχτεί με αμέτρητους τρόπους ότι το Χόλυγουντ ήταν το πιο υποκριτικό καπιταλιστικό ενκλάβιο στον κόσμο, που κρατούσε μια επιφανειακή και ωραιοποιημένη στάση υπέρ του προοδευτισμού, της ισότητας, της ενσωμάτωσης και της ποικιλομορφίας – εκτός κι αν επρόκειτο για την ενσωμάτωση και την ποικιλομορφία της πολιτικής σκέψης, της γνώμης και της γλώσσας.”

 



“Επειδή οι εταιρείες που κινούν τα νήματα είναι όλο και λιγότερες, οι συμπολίτες μας οφείλουν μάλλον να ακολουθήσουν τους νέους κανόνες τους ως προς το χιούμορ, την ελευθερία έκφρασης, το τι είναι αστείο και τι προσβλητικό. Οι καλλιτέχνες – ή οι δημιουργοί, όπως αρέσει στους πολίτες να τους αποκαλούν – πλέον δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τα κοινώς αποδεκτά όρια, να δείχνουν τη σκοτεινή τους πλευρά, να αναφέρονται σε ταμπού, να λένε ακατάλληλα αστεία ή να εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Μπορούσαμε, φυσικά, αλλά όχι αν θέλαμε να ταΐσουμε την οικογένεια μας. Αυτή η νέα πολιτική απαιτούσε από μας να ζούμε σ ‘έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα προσβαλλόταν, όλοι θα ήταν πάντα καλοί και ευγενικοί, τα πάντα θα ήταν άψογα και ασεξουαλικά, ή ακόμα καλύτερα άφυλα.

…Το κοινό ήταν άραγε πρόθυμο να υποστεί πλύση εγκεφάλου ή μήπως την είχε ήδη υποστεί;”

 



“Ο κόσμος χρειαζόταν απλώς να αναγνωρίσει – όχι να εγκρίνει ή να αποδεχτεί – πως υπήρχε κάποιος που έβλεπε τον κόσμο με τον δικό του τρόπο και όχι όπως πίστευαν μερικοί ότι έπρεπε να τον βλέπει.”

 



“Πως μπορείς να είσαι ελεύθερος αν υποκλίνεσαι από τη μία στα κραυγαλέα καραγκιοζιλίκια και απ’ την άλλη σ’ ένα βαθύ χάσμα που κανείς δεν προσπαθεί να γεφυρώσει;”

 

(Αποσπάσματα από το βιβλίο “ΛΕΥΚΟΣ – Η τυραννία της ταυτότητας στη σύγχρονη εποχή” του Μπρετ Ίστον Έλις – εκδόσεις Οξύ)

 

© Victoria Horkan

 

* Υστερόγραφο

“Cry To Me” – Solomon Burke

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.