Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για την εμμονή των ανθρώπων με την “εικόνα”, τον ψηφιακό ναρκισσισμό, τη σαρωτική επίδραση των social media στην “αγορά της γοητείας“ και τις συνακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή μας. “Και γιατί πρέπει να αρέσω; Γιατί σήμερα η ασχήμια είναι πορνογραφική, αυτή είναι η νέα χυδαιότητα. Μεγάλη απρέπεια: να έχεις άσχημο πρόσωπο. Σήμερα θεωρείται εξίσου άπρεπο να δείχνεις τις ρυτίδες σου όσο παλιότερα να δείχνεις τον κώλο σου.” Στο κείμενο που ακολουθεί, οι συγγραφείς Πασκάλ Μπρυκνέρ και Αλέν Φινκελκρό, μέσα από το βιβλίο τους “Η νέα ερωτική αναρχία” (κεφάλαιο “Η τυραννία του βλέμματος”) προσφέρουν μια εξαιρετικά οξυδερκή ανάλυση του φαινομένου και αποκαλύπτουν τις κοινωνικές και ψυχολογικές διεργασίες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά και στάση των ατόμων ως προς την εξωτερική εμφάνιση τους. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο του κειμένου είναι ότι αποδομεί με επιδέξιο τρόπο την εμμονή μας με την εικόνα και τις ψευδαισθήσεις μας γύρω από αυτή. Επιπλέον, μέσα από αυτή τη νέα οπτική, μας προ(σ)καλεί εμμέσως να αμφισβητήσουμε τα εκάστοτε “πρέπει” της σύγχρονης “κουλτούρας” και να αναπτύξουμε τις προσωπικές μας άμυνες απέναντι στις επιταγές της “Εκκλησίας του Θεάματος”. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1977, ωστόσο διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα διαπιστώνει κανείς πόσο επίκαιρο εξακολουθεί να είναι. «…Πάνω στο πολυσυζητημένο θέμα της γυναικείας κοκεταρίας, ο Φρόυντ πρόσφερε μια πολύ ευφυή συμβολή. Στην “Εισαγωγή στο Ναρκισσισμό” τοποθετεί στη σωστή τους θέση (στον τενεκέ των σκουπιδιών) όλες τις ουσιοκρατίες που εξυμνούν τη μυστηριώδη χάρη της γυναίκας ή που προειδοποιούν ότι είναι προδοτική. Ο Φρόυντ είναι ίσως ο πρώτος που ιστορικοποιεί το γυναικείο ναρκισσισμό αποδεικνύοντας ότι οι γυναίκες αφοσιώνονταν στην ομορφιά τους για να αποζημιωθούν για την καταπίεση τους. Έστρεψαν προς το ίδιο τους το σώμα μια επιθυμία που δεν τους επιτρεπόταν να εξωτερικεύσουν. Αγαπούσαν τον εαυτό τους σε σημείο να γίνονται αυτάρκεις σαν να ήθελαν να εκδικηθούν που δεν ήταν ελεύθερες στην επιλογή του αντικειμένου τους. Κατά συνέπεια δεν ήταν ούτε θεές ούτε διάβολοι, είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο να γίνονται απρόσιτες. Αυτή η εξήγηση είχε την μεγάλη αξία ότι διέλυσε τους μύθους και ότι αντικατέστησε τα θρησκευτικά παραμύθια με τη γλώσσα της ιστορίας. Σήμερα όμως το κοινωνικό πλαίσιο έχει αλλάξει ριζικά. Το κεφάλαιο, εισάγοντας τη γυναίκα στην εργασία αναγκάζεται να παραιτηθεί από ορισμένα προνόμια του: μαζί με την οικονομική ανεξαρτησία οι γυναίκες αποκτούν αναπόφευκτα και την ερωτική αυτονομία, η επιθυμία τους είναι ελεύθερη να επιλέγει και να διορθώνει την επιλογή της. Έτσι το αίτιο του ναρκισσιστικού συμπτώματος έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Τι βλέπουμε όμως; Το ίδιο το σύμπτωμα δεν υποχωρεί, αντίθετα γενικεύεται, ξεπερνάει τη διάκριση αρσενικού/θηλυκού, γίνεται γιούνισεξ. Μια ίδια μανία καταλαμβάνει τώρα και τους φαλλοφόρους. Είναι άλλωστε και το μόνο πράγμα που μπορούμε άμεσα να μοιραστούμε με τις γυναίκες: τη μανία της γοητείας, το ασταμάτητο, αγχωτικό δούλεμα της σωματικής μας εικόνας. Ο Άντρας ήταν ένα βλέμμα, η Γυναίκα ένα Αντικείμενο: τώρα παίζουν και οι δυο ταυτόχρονα και τους δυο ρόλους. Είμαστε όλοι επιτηρητές και επιτηρούμενοι, ιεροεξεταστές και θύματα, γιατί τη σωτηρία μας την περιμένουμε από το σώμα. Μπροστά στο φαινόμενο αυτό, η φροϋδική εξήγηση δεν επαρκεί πια. Δεν μπορούμε πια να πούμε ότι αγαπάμε τον εαυτό μας επειδή δεν μπορούμε να στρέψουμε την επιθυμία μας προς τα έξω. Όχι, καλλιεργούμε την οργανική μας περιουσία, επενδύουμε τα πάντα στο σώμα μας για να έχουμε το δικαίωμα να το αγαπήσουμε. Η επιθυμητικότητά μας είναι αυτή που μας κρίνει: αυτή λοιπόν θα πρέπει χωρίς σταματημό να συντηρούμε και να επαυξάνουμε. Ο ναρκισσισμός μας δεν ξεκινάει από την καθήλωση, αλλά από την επαγρύπνηση: δεν είμαστε ερωτευμένοι με το σώμα μας, ανησυχούμε για την εικόνα του, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται η αξία μας. Πρέπει να αρέσω: αυτή η επιταγή σκότωσε τον πουριτανισμό αλλά για να τον αντικαταστήσει, για να πάρει ακριβώς την ίδια θέση. Τι σημασία έχουν άλλωστε τα διάφορα περιεχόμενα που κολλά η ιστορία στο “πρέπει”: πρέπει να δουλεύω ή να μεγιστοποιώ τις ηδονές μου, πρέπει να έχω γερό λογαριασμό στην τράπεζα ή χίλια εξωτικά ταξίδια να διηγηθώ, πρέπει να πετύχω στις σπουδές μου ή να περπατήσω στο περιθώριο… Όλες αυτές οι αντιθέσεις συντηρούν τη μονιμότητα του Νόμου: το “πρέπει” που βάζει το υποκείμενο σε υπολειμματικότητα και που το καταδικάζει στην αιώνια αναζήτηση ανύπαρκτης πληρότητας. Πρέπει να αρέσω: αναζήτηση του απόλυτου. Ανησυχία χωρίς παρηγοριά (είμαστε όλοι υπολειπόμενοι: προαγωγοί του σώματος μας, ζυγιζόμαστε, αξιολογούμαστε, προτιμούμαστε, κρυβόμαστε μέσα σε μια αδιάκοπη διαδικασία συγκρίσεων και απορρίψεων. Ξέρουμε ποιες είναι οι ωραίες και άσχημες περιοχές, το καλό προφίλ, τα χρώματα που δεν μας πηγαίνουν. Ξέρουμε επίσης από την οδυνηρή οικειότητα μας με τον εαυτό μας, ότι δεν θα γίνουμε ποτέ αρκετά όμορφοι, ποτέ αρκετά πετράδι, διαμάντι, ζωντανό χρήμα). Διείσδυση της ηθικής μέσα στο ναρκισσισμό και του υπερεγώ μέσα στη λίμπιντο: το να είσαι γοητευτικός δεν είναι καλό είναι ευχάριστο. Δεν είναι ένα άνοιγμα προς την ηδονή, αλλά η ηθική και φευγαλέα ηδονή της υποταγής στο Νόμο. Και γιατί πρέπει να αρέσω; Γιατί σήμερα η ασχήμια είναι πορνογραφική, αυτή είναι η νέα χυδαιότητα. Μεγάλη απρέπεια: να έχεις άσχημο πρόσωπο. Σήμερα θεωρείται εξίσου άπρεπο να δείχνεις τις ρυτίδες σου όσο παλιότερα να δείχνεις τον κώλο σου. Το Θέαμα έχει γυμνώσει τα σώματα: τίποτε πια δε θεωρείται άκοσμο αφού όλα είναι κοσμικά, όλα είναι διακοσμητικά: το γεννητικό όργανο της γυναίκας, η διόγκωση του πέους και όλες οι μορφές της διείσδυσης. Δεν υπάρχει πια κανένα βρόμικο μικρό μυστικό, μόνο μια γιγαντιαία επίδειξη, ένας υπερρεαλισμός των γεννητικών ηδονών. Το μόνο πράγμα που απαγορεύεται να δείξεις είναι η σωματική ασχήμια. Κι αν το Θέαμα την κρύβει, αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί προσαρμόζεται στον αισθηματικό κώδικα, αλλά γιατί διεξάγει σταυροφορία κατά της κακομορφίας. Όταν η διαφήμιση, για παράδειγμα, γδύνει τα σώματα, δεν απευθύνεται μόνο στη λαγνεία του περαστικού, τον αγγίζει στην ίδια του τη σάρκα. Τον καλεί ίσως να αγοράσει, οπωσδήποτε όμως να συγκριθεί. Εσύ, εσύ που περνάς, τι έκανες για την επιδερμίδα σου; Παρουσιάζει με ένα λόγο τη γυμνότητα σαν έναν παράδεισο απαγορευμένο στους άσχημους. Δε θα μπορέσεις να προσφέρεις το σώμα σου στα βλέμματα, λέει στον περαστικό, παρά όταν θα καταφέρεις να τους κρύψεις την ασχήμια μέσα στην οποία είσαι βουτηγμένος. Σβήσε αυτή την κυτταρίτιδα που τρεμουλιάζει πάνω στους μηρούς σου, άλλαξε αυτό το σώβρακο που σε γελοιοποιεί, φρόντισε να τονώσεις με διάφορες κρέμες το αρρωστιάρικο δέρμα σου, σήκωσε με διάφορες αλοιφές τα κουρασμένα σου στήθη, κι αν παραείναι μεγάλα ζήτησε από ένα χειρουργό να σ’τα ξεφουσκώσει, απαλλάξου απ’αυτή την κοιλίτσα που σε αστικοποιεί – τότε, και μόνο τότε θα έχεις πρόσβαση στην πραγματική γυμνότητα. Η γυμνότητα είναι ένα προνόμιο, μια αριστοκρατία, μια αγιότητα. Όσο για μας τους υπόλοιπους, τους κοινούς θνητούς αυτό που δείχνουμε όταν γδυνόμαστε δεν είναι το σώμα μας αλλά η ασχήμια μας. Μέσα στα Μυστήρια της Κατανάλωσης, στην Εκκλησία του Θεάματος, η ασχήμια παίζει το ρόλο του Πονηρού. Απολογούμαστε για το σώμα μας όπως παλιότερα απολογούμαστε για τις πράξεις μας στην εξομολόγηση, μόνο που τώρα δε χρειαζόμαστε πια εξομολογητή. Η Αμαρτία απλώνεται στα μάτια όλων. Ενσαρκώνεται σε κακομορφία. Σαν φορέας του κοινωνικού βλέμματος ο καθένας μας είναι ο ιερέας αυτής της νέας πίστης. Σαν αντικείμενα του βλέμματος είμαστε όλοι ένοχοι ενώπιον του νόμου του. Αλλά για να μπορέσει η ασχήμια να είναι το Κακό, για να μας πείσει για τη σωματική μας ευθύνη, χρειάζεται πρώτα να εκθρονιστεί η Φύση. Και υπάρχει κάτι το αξιοθαύμαστο μέσα σ’αυτήν την απληστία του κεφαλαίου, μέσα σ’αυτό τον ιμπεριαλισμό που επεκτείνει την κατοχή του ακόμη και στο κληρονομικό, εγγενές στοιχείο, μέσα σ’αυτή τη βία που κλέβει από τη Φύση τα πιο σίγουρα προνόμια της: η χάρη δεν είναι πια μία χάρη, είναι μία αξία – με τη διπλή έννοια ηθική και νομισματική. Δεν προσφέρεται στο άτομο σαν δώρο εξ ουρανού, αλλά αποκτάται με τα χρήματα και την επιτυχία. Το περιοδικό Elle διάλεξε μια γυναίκα, από τις πιο συνηθισμένες, με σκοπό να αποδείξει ότι η εποχή μας έκανε τη μαγεία πραγματικότητα: μια ολόκληρη στρατιά από αισθητικούς, κομμωτές, μακιγιέζ, μοδίστρες επέξειξαν τη μεταμορφωτική τους ικανότητα και μας κάλεσαν, εμάς τους θεατές να δούμε το θαύμα. Το σώμα μετουσιωνόταν κάτω από τα μάτια μας, η ανόσια ύλη μεταμορφωνόταν σε εικόνα ιερή, το ασήμαντο πλάσμα αποχτούσε μια θεαματική μεγαλοπρέπεια. Φυσικά αυτή η “μαγική εικόνα” είναι για τους περισσότερους απρόσιτη. Όμως το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας λέει άλλα: μας ψιθυρίζει ότι αυτήν την ακριβά αποκτημένη ομορφιά, μόνο μια αδιάκοπη επαγρύπνηση μπορεί να την εμποδίσει να σβήσει. Το χρήμα δεν αρκεί για ένα ωραίο σώμα, χρειάζεται η συνέχιση και η ένταση της προσπάθειας. Η σωματικότητα μας είναι μια επιχείρηση: εμείς πρέπει να φροντίσουμε, με μια καλή διαχείριση, να κάνουμε επικερδείς επενδύσεις, να καλύψουμε τα ελλείμματα, να αποφύγουμε ή τουλάχιστον να καθυστερήσουμε τη χρεωκοπία. Γιατί η τέχνη της ομορφιάς είναι η τέχνη της αναστολής του αποκλεισμού μας. Μέσα στη σύγχρονη επένδυση του σώματος βλέπουμε να συνδυάζεται η καταναλωτική κίνηση της δαπάνης και η πουριτανική κίνηση της αποταμίευσης, η ορμή της αγοράς και η αδυσώπητη ασκητική όλων των ορμών. Αν όμως η ομορφιά είναι η προϋπόθεση της επιθυμίας και αν πρέπει να αρέσω για να είμαι ένα καλό σεξουαλικό αντικείμενο, γιατί να μη χειροκροτήσω αυτή την ήττα του μοιραίου, αυτή την αποφυσικοποίηση της ασχήμιας; Με λίγη αυτοπειθαρχία και ειλικρινή μετάνοια (σχεδόν) όλοι οι άσχημοι μπορούν να σωθούν. Ο αισθητικός κώδικας είναι οπωσδήποτε αυστηρός αλλά, καινούριο γεγονός, οι πύλες του δεν είναι πια ερμητικές. Αυτή η νέα αυστηρότητα παράγει οπωσδήποτε περισσότερα εμπορεύσιμα σώματα απ’ότι η παλιά υποταγή στα καπρίτσια της φύσης. Δυστυχώς η αύξηση των εμπορεύσιμων σωμάτων δεν έχει σαν συνέπεια να αυξάνει τις ερωτικές συναλλαγές, να επιταχύνει ή να πολλαπλασιάζει τις συναντήσεις. Αντιθέτως: ο καλύτερος τρόπος να μπλοκάρει κανείς την αγορά της γοητείας είναι να βάλει στα υποκείμενα την έμμονη ιδέα της γοητευτικής τους δύναμης. Η ομορφιά αποσπάστηκε από τη Φύση για να υπερεγωποιηθεί, να γίνει αυτοσκοπός. Η παράσταση αυτή απορροφά αυτήν ακριβώς την ενέργεια που αποσύρουμε από την επιθυμία. Η λίμπιντο δεν καταστέλλεται πια ανοιχτά αλλά παροχετεύεται, κατευθύνεται από το άτομο πάνω στην ίδια του την εικόνα. Αυτό που σήμερα εμποδίζει τα άτομα να έρθουν σε επαφή και να δημιουργήσουν δεσμούς είναι η μανία τους να αρέσουν και ο άμεσα κατακτητικός τρόπος με τον οποίο αξιολογούνται. Τα σώματα προσφέρονται, αυτό είναι αλήθεια, αλλά στο Θεό βλέμμα, και όχι τα μεν στα δε. Δεν υπάρχει από τη μια μεριά η κατάκτηση κι από την άλλη η ηθική. Υπάρχει μια ηθική της κατάκτησης, ένα καθήκον γοητείας, μια αλλοτρίωση του σώματος από την εικόνα του που εμποδίζει την προσέγγιση των σωμάτων, πολύ πιο αποτελεσματικά κι από την αγριότερη καταστολή.» Απόσπασμα από το βιβλίο “Η νέα ερωτική αναρχία” (κεφάλαιο “Η τυραννία του βλέμματος) των Πασκάλ Μπρυκνέρ & Αλέν Φινκελκρό, εκδόσεις Αστάρτη. Leave a Reply Cancel ReplyYour email address will not be published.CommentName* Email* Website Save my name, email, and website in this browser for the next time I comment. Notify me of follow-up comments by email. Notify me of new posts by email. Current ye@r * Leave this field empty Δ