ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 4:

Ο μεγαλοπαραγωγός Κούλης Παπαμαλακίδης βρισκόταν σε επαγγελματικό τέλμα εδώ και πολύ καιρό. Η τηλεόραση είχε πάρει την κατιούσα με όλο αυτό το τριτοκοσμικό πανηγύρι γύρω από τις άδειες και οι παραγωγοί εκπομπών έψαχναν μανιωδώς για χορηγούς-κορόιδα ώστε να συντηρήσουν τις επικές μπαλαφαρίες τους και όλες εκείνες τις τρελαμένες τηλεδιασημότητες που μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο στη γκλίτερ γυάλα της τηλεόρασης και του ίνσταγκραμ. Λεφτά δεν υπήρχαν πλέον, οπότε όλοι (γνωστοί και άγνωστοι) κυνηγούσαν απεγνωσμένα κάθε λεπτό προβολής που θεωρούσαν ότι δικαιωματικά τους αναλογούσε, δεδομένου ότι στη σημερινή εποχή της αχαλίνωτης υπερέκθεσης, χωρίς τα 15 λεπτά σου δημοσιότητας είσαι ένα τίποτα σ’αυτή τη ζωή.

Για να μην μακρυγορούμε, σε ένα από εκείνα τα διονυσιακά business meetings που διεξάγονται στις ψεκασμένες (με αντιμικροβιακό υγρό) ξαπλώστρες του Ploutseaux κατά την περίοδο του καλοκαιριού, έπεσε στο τραπεζάκι του πριβέ λουξ αντίσκηνου η ιδέα για ένα εναλλακτικό χορευτικό show όπου οι συμμετέχοντες θα ανήκαν στο ηλικιακό γκρουπ 60-80 ετών και θα διαγωνιζόντουσαν στο εξωτικό twerking υπό τους ρυθμούς ντίσκο, χιπ-χοπ και κάθε είδος μουσικής που προϋπόθετε αλύπητο ξεγόφιασμα.

Τwerking (άλλη μια δημοφιλής αμερικανιά που σαρώνει ταμεία, γκρεμίζει youtube/Instagram και εκστασιάζει φιλοθέαμον κοινό και κάθε αναβαθμισμένη σταρλετίτσα-μοντέλα στο εξωτερικό) σημαίνει “κουνάω ρυθμικά γοφούς, πωπουδάκι και κάτω μέρος του σώματος με αισθησιακό τρόπο – μπροστά σε μια κάμερα απαραιτήτως, με σκοπό να προκαλέσω α) ερωτική διέγερση β) γέλιο και γ) την προσοχή του κοινού, ενώ παράλληλα φροντίζω να ενημερώσω όλες τις επαφές μου στα social media – facebook, instagram κλπ. ανεβάζοντας το σχετικό βίντεο ώστε να μοιραστώ μαζί τους αυτό το ευτυχές γεγονός και να ζητιανέψω άπειρα likes”.

Στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο, σε πιο οριεντάλ, με διαφορετική μουσική υπόκρουση, θα έμοιαζε με τσιφτετέλι ή belly dancing, όμως επειδή το συγκεκριμένο κόνσεπτ έχει πολυφορεθεί και πλέον είμαστε όλοι μέρος του παγκόσμιου χωριού, συνεπώς χρειαζόμαστε πιο international όρους για να συνεννοούμαστε, επικράτησε ο όρος twerking που είναι πολύ της μοδός – super trend στο εξωτερικό, κάνει πιο γκλαμ και ψαγμένο, ότι πρέπει δηλαδή για το εγχώριο Καρακαλτακιστάν.

Διότι, αγαπητοί αναγνώστες, ποιος είδε τον σούπερ εκκεντρικό εκατομυριούχο Ιταλό επιχειρηματία που σάρωσε το youtube το περασμένο καλοκαίρι με τα αλησμόνητα ξεγοφιάσματα του παρέα με την σύντροφο του και δεν τον ζήλεψε; Ε; Ποιος;

Ειδικά, ο Κούλης Παπαμαλακίδης (που είχε κι ένα ψιλοκόλλημα με τους σενιαρισμένους Ιταλούς και κάθε νεάτερνταλ, νεόπλουτο Βραζιλιάνο που ζούσε για να μοστράρει τη χλίδα του) είχε λυσσάξει από τη ζήλια του. Αντέγραφε κάθε χορογραφία και εμφάνιση του Ιταλού και βιντεοσκοπούσε τον εαυτό του να κωλοχτυπιέται σαν μπαμπουίνος σε οίστρο στην κλειστή βεράντα του σπιτιού του για να βγάζει το άχτι του,  γιατί κατά βάθος κάτι τέτοιοι μετροσέξουαλ, λουστραρισμένοι μπον βιβέρ τύποι με κουλά τατουάζ ήταν το απόλυτο αντρικό πρότυπο ζωής για εκείνον. Ο μικροαστός όμως μέσα του τον καταδίωκε και δεν τον άφηνε να εκδηλώσει φαντασμαγορικά το καταπιεσμένο “ταλέντο” του. Έτσι, εκτονωνόταν με το να το παίζει μέντορας και image maker της κάθε πολλά υποσχόμενης ατάλαντης σταρλετίτσας για να αισθάνεται ότι συμβάλει κι αυτός με το δικό του τρόπο στην πνευματική αποβλάκωση της τοπικής κοινωνίας και να εκδικηθεί όλους αυτούς που αποκαλούσαν τα τηλεοπτικά πνευματικά αγαθά του “τηλεσκουπίδια“. Το πασουμάκι-τσαρούχι, δε, το κρατούσε μόνο για κατ’οίκον εμφανίσεις, διότι στην Ελλάδα δεν μπορούσαν ακόμα να εκτιμήσουν τη στυλιστική του αξία, όπως στο εξωτερικό.

Η ιδέα για το θεωρητικά γκλαμουράτο Geriatric Twerking Show προήλθε από την αδίστακτη Ραφαέλλα Καρατέκα, σύμβουλο-παραγωγό τηλεοπτικών ψυχαγωγικών προγραμμάτων τύπου tittytainment σε διάφορα κανάλια του εξωτερικού, η οποία έτυχε να παραθερίζει εκείνη την περίοδο στο Ploutseaux για να ψωνίσει πελάτες. O Κούλης μόλις άκουσε την ιδέα καταενθουσιάστηκε και βγήκε στη γύρα για να βρει το κανάλι που θα φιλοξενούσε την παραγωγή.

Θα ήταν όντως κάτι εντελώς πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς υπήρχε ένα ανεκμετάλλευτο διαφημιστικό κοινό – το νέο cult δημογραφικό γκρουπ άνω των 60, με σαφώς μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα από τους millennials και μπόλικη επιρροή, στους οποίους σχεδόν κανένας μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί να απευθυνθεί εμπορικά με το δέοντα σεβασμό και το σωστό τρόπο.

Όπως τους εξηγούσε η Ραφαέλλα Καρατέκα, μεταξύ άφθονης σαμπάνιας και γκλίτερ, το δυναμικό τηλεοπτικό κοινό 15-44, για το οποίο μας τα ζαλίζουν καθημερινά τα κανάλια, μπορεί να είναι πιο δεκτικό στη διαφήμιση αλλά του λείπουν τα φράγκα και επιπλέον είναι υπερ-κορεσμένο απ’όλον αυτό τον καταιγισμό διαφημίσεων και προσφορών. Αντιθέτως, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι οποίοι παρακολουθούν και περισσότερη τηλεόραση, πιθανόν να αισθάνονται παραγκωνισμένοι και άρα πιο δεκτικοί σε κάτι καινούριο που θα απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτούς (βλέπε πολυβιταμίνες, super foods, πιεσόμετρα, διαγνωστικά κέντρα, εμφύτευση μαλλιών, ινστιτούτα ομορφιάς, πάνες για την ακράτεια, βιάγκρα, εξωτικά θέρετρα, hot-lines κλπ), προσφέροντας τους μια νέα προοπτική, αλλά και μια ευκαιρία για ξεσάλωμα, εμπνευσμένες παπαρολογίες-διαξιφισμούς στο καφενείο του twitter και ένα ακόμη μαραθώνιο κους κους τύπου “κοίτα πως σταφίδιασε ο τάδε και πως τσιτώθηκε η δείνα”.

Για τον τίτλο του μεγαλειώδους show είχαν καταλήξει στο “Vampire Society” και η τριμελής κριτική επιτροπή θα ονομαζόταν “Πουροτεχνήματα” για να κάνει πιο θεατράλε το σκηνικό.

Φωτογραφίσεις, γραφικά και όλα τα σχετικά εικαστικά κομψοτεχνήματα για την προώθηση του σόου θα είχαν έντονες επιρροές από το απαράμιλλο στυλ των “υπαίθριων αφισών για διαφήμιση νυχτερινών κέντρων”, αποπνέοντας έτσι μια νοσταλγική μπαροκοκό διάθεση από την δεκαετία του ’80 και τις παλιές καλές εποχές των μπουζουκοβραδιών, η οποία ταίριαζε άψογα με το συνολικό βαμπιρο-κιτσερέλα κόνσεπτ της εκπομπής.

Ο Κούλης Παπαμαλακίδης έβαψε μαλλί σε ανοιχτό σαντρέ μαονί και συμφώνησε να ελαχιστοποιήσει το δικό του ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή με αντάλλαγμα να είναι μέρος της κριτικής επιτροπής, ώστε να ανέβουν οι μετοχές του σε επίπεδο δημοσιότητας. Τον τελευταίο καιρό ήταν στα αζήτητα – μεγάλο πλήγμα για τον υπέρμετρο ναρκισσισμό του και γενικώς παρακαλούσε από εδώ κι από εκεί για καμιά θεσούλα guest star οπουδήποτε. Μέχρι και την πρώην σύζυγο Ντέπυ Ζήτουλα είχε στείλει να μεσολαβήσει σε διάφορους γνωστούς υπό την απειλή ότι θα της μειώσει τη διατροφή και μετά άντε να βρει καινούριο σπόνσορα.

Η αλήθεια είναι ότι ο Κούλης, εκτός από τις κατάλληλες γνωριμίες, διέθετε ένα σημαντικό προσόν, πολύ χρήσιμο για την επιβίωση του στην ελληνική σόουμπίζζζ. Κατείχε το απαιτούμενο δημαγωγικό “μπλα-μπλα” και μπορούσε να μιλάει ώρες ασταμάτητες επί παντός επιστητού χωρίς απαραίτητα να λέει κάτι ουσιαστικό (“λεκτική διάρροια” το λένε οι γιατροί, συναντάται συχνά και στην πολιτική σκηνή), αλλά ταυτόχρονα να δίνει την εντύπωση της αυθεντίας και να προβοκάρει καταλλήλως το φιλοθέαμον κοινό, ώστε να συζητιούνται εκτενώς στα μεσημεριανά αφασικά πάνελ όλες οι βαθυστόχαστες κουλαμάρες που ξεστόμιζε κατά καιρούς μπροστά στις κάμερες.

Δεύτερο μέλος της κριτικής επιτροπής θα αποτελούσε ο εβδομηντάρης ιδιοσυγκρασιακός Ντίμης Γκνου, διάσημος παρασιτεμένος πολυκαλλιτέχνης εν αποστρατεία που έκανε καριέρα ως εξωτική φιγούρα λόγω φυζίκ σε ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου και διακρίθηκε για το ιδιαίτερα προσεγμένο στυλ του. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ελλείψει ουσιαστικής εργασίας, είχε αφοσιωθεί στην τελειοποίηση της εναλλακτικής-ζαμανφού-post αμοράλ περσόνας του, ένα υβρίδιο ιδιότυπου, φλεγματώδους κονφερασιέ, το οποίο περιέφερε με άνεση και το σχετικό αντίτιμο στα διάφορα μίντια. Το μεγαλύτερο ρεσιτάλ ηθοποιϊας το έδινε όταν έπαιζε τον εαυτό του, δηλαδή εκτός σκηνής, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους ηθοποιούς κάτω του μετρίου. Στεναχωριόταν πολύ γι’αυτό, καθώς του έλειπε το χειροκρότημα ενός μεγάλου ακροατηρίου πάνω στο σανίδι που θα αναγνώριζε επιτέλους το πηγαίο ταλέντο του, όμως όταν κατέφταναν κάθε μήνα οι επιταγές για κάτι μυστήρια side projects του πάθαινε επιλεκτική αμνησία και άρχιζε το μονόλογο “η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι μίζερη, ανόητε Ντίμη”.

Επιπλέον, επειδή ήταν ετοιμόλογος και φορούσε μια μόνιμα ξινισμένη έκφραση αποστροφής και υπεροψίας, τύπου “ρουφάω λεμόνια”, στα κρεμασμένα μουτράκια του, είχε θεωρηθεί ιδανικός για το ρόλο του κακού “πουροτεχνήματος” της επιτροπής.

Η εκρηκτική Τιτίκα Μασχάλα θα ήταν το τρίτο μέλος στο παρεάκι “Πουροτεχνήματα”. Ξανθιά, ζουμπουρλού και κοτσονάτη grande dame-κοσμικογράφος-πρώην ηθοποιός / ντιζέζ στα νιάτα της- με πολλά χιλιόμετρα σε σουαρέ και βερνισάζ της κοσμικής Αθήνας και συνεργασίες με τα περισσότερα lifestyle περιοδικά και εφημερίδες από τα πρώτα βήματα της καριέρας της έως σήμερα. Κοινώς, παλιά καραβάνα και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη στις μεγαλύτερες αλλά και νεότερες ηλικίες. Η Τιτίκα, παρά τα εβδομήντα της χρόνια, διατηρούσε σταθερά το μπρίο και τη ζωντάνια της, είχε 3-4 γάμους στο πλούσιο βιογραφικό της και γεμάτους τραπεζικούς λογαριασμούς από διατροφές και σχετικές κληρονομιές.
Στον ελεύθερο χρόνο της εκτός από μπιρίμπα, περιστασιακό σεξ με προσωπικούς γυμναστές ή νεαρούς ανερχόμενους ηθοποιούς, τακτικές επισκέψεις για ολιστικό ρεκτιφιέ στο ινστιτούτο Βotoxville και βραδιές απαγγελίας ποίησης με συνοδεία μελαμψών αρσενικών στρίπερ και λοιπών εκλεκτών εδεσμάτων, απολάμβανε ήσυχες βόλτες με το χάμστερ της και πόσταρε δακρύβρεχτα άρθρα στο facebook για την χαμένη τέχνη των cocktail parties.
Εν ολίγοις, η Τιτίκα ανήκε στο “υπέρ-κούγκαρ” είδος γυναίκας, προτού καν εφευρεθεί ο όρος.

Για την παρουσίαση του βαμπιροσόου είχαν πέσει πολλά ονόματα στο τραπέζι. Οι βασικές προϋποθέσεις ήταν οι εξής: α) νεαρή Μπάρμπι-πλατινέ ξανθό μαλλί, με μεγάλο κοινό-κοπάδι σε social media ώστε να προσελκύσουν και το νεαρό κοινό στην τηλεθέαση, β) η εν λόγω Μπάρμπι θα πρέπει να διαθέτει γκομενικά θέματα προς εκμετάλλευση ώστε να συντηρείται το ενδιαφέρον του κόσμου και παρασκηνιακά, γ) να είναι δεκτική, υπάκουη και πειθήνια σε όλες τις υποδείξεις της παραγωγής ώστε να μεγιστοποιήσουν την εκτιμώμενη απόδοση της επένδυσης. Η κατάλληλη υποψήφια πρέπει να διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ανωτάτη ναρκισσιστική, ενώ τυχόν άψυχο, σπιρτόζικα νυσταλέο βλέμμα τύπου Καρπαζάνσιαν θα εκτιμηθεί δεόντως.

Ο Κούλης Παπαμαλακίδης φυσικά ήταν ο πλέον κατάλληλος για να αναλάβει την αναζήτηση υποψήφιας για το σχετικό ρόλο. Καθημερινά δεχόταν άπειρα τηλεφωνήματα για την προώθηση λουστραρισμένων ενζενί υπάρξεων από παρατρεχάμενους και πλούσιους φίλους που ήθελαν να δώσουν μια “διακριτική” δημοσιότητα στις φλου αρτιστίκ προτεζέ τους, ένα ρολάκι από εδώ, μια εκπομπούλα παραπέρα, εξώφυλλα, τηλεοπτικές εμφανίσεις κ.ο.κ., με το αζημίωτο φυσικά, καθώς  ο Κούλης ήταν αμείλικτος στα επαγγελματικά του.

Για όσους αναρωτιούνται το γιατί, ο γιατρός του υπέθετε ότι για την έντονα σχιζοειδή προσωπικότητα του ευθυνόταν το καταραμένο ταξικό μίσος, χρόνιο μετατραυματικό στρες από τη ζωή στις φαβέλες του Χόλυγουντ και ένα κατοχικό σύνδρομο από την παιδική του ηλικία, στοιχεία τα οποία εν μέρει ερμήνευαν την συγκαλυμμένα γλοιώδη και αποκρουστική συμπεριφορά του, η οποία παρ’όλα αυτά ήταν πολύ συνηθισμένη για τα δεδομένα του συναφιού του.

Μετά από πολλή περισυλλογή η παραγωγή κατέληξε στη μειλήχια, αφασική Σουνίτα Χαρχαλέα για τη θέση της τηλεπαρουσιάστριας, η οποία ετοίμαζε προσεχώς και δική της συλλογή νεγκλιζέ, όπως είθισται άλλωστε για κάθε φιλόδοξη σελεμπριτούλα που σέβεται τον εαυτό της.

Για την υποδοχή των διαγωνιζομένων στο backstage, ο δαιμόνιος αρχισυντάκτης του περιοδικού YOLO Μιχαήλ-Φρίξος Χάπατος (και εξωτερικός συνεργάτης του Κούλη) είχε ήδη φροντίσει να καβατζάρει τις δίδυμες κόρες του, Μίλυ και Βανίλυ στους ρόλους των αδελφών-νοσοκόμων. Όλο και κάποιος σακατεμένος θα χρειαζόταν να αποχωρήσει από το σόου υποβασταζόμενος – να προσφέρουν μια πατερίτσα, ένα υπογλώσσιο, ένα Ζάναξ, ένα κατιτίς τελοσπάντων για το θεαθήναι της υπόθεσης, να βγάλουν και τα φουκαριάρικα τα κορίτσια το χαρτζηλίκι τους, καμιά κατοσταριά σέλφις για το αποχαυνωμένο κοπάδι τους στο ίνσταγκραμ και τα λοιπά.

Εκτός από τους διάφορους προσωρινά άσημους διαγωνιζόμενους του Vampire Society, κάθε επεισόδιο θα είχε και 2-3, πεινασμένους για προβολή – ανθυποσελέμπριτις – ζόμπυ, ως guest twerking stars που θα προσέφεραν μια ξεχωριστή νότα ευθυμίας στο φιλόδοξο βαμπιροσόου.
Η Ντέπυ Ζήτουλα, ως πρώην σύζυγος του Κούλη και έμπειρη belly dancer, είχε πιάσει ήδη στασίδι στη λίστα των guest συμμετέχοντων του πρώτου live επεισοδίου και άλλο ένα πολλά υποσχόμενο σόου ετοιμαζόταν να διεκδικήσει τη δική του θέση στον φαντασμαγορικό κόσμο της τηλεόρασης.

 

Διάβασε τα προηγούμενα επεισόδια της συναρπαστικής σαπουνόπερας Living la vida cara-loca εδώ:

Επεισόδιο 1

Επεισόδιο 2

Επεισόδιο 3


Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή  γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική.

Leave a Reply

Your email address will not be published.